υλοδίαιτος

υλοδίαιτος
-ον, Α
υλόβιος («ζωᾱς ὑλοδιαίτου», Συνέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. υδρο-δίαιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”